- εποπτηρ
- ἐποπτήρἐπ-οπτήρ-ῆρος ὅ (на что-л.) взирающий
ἐ. λιτῶν Aesch. — внемлющий молитвам;
φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. — дозорные, караульные
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. λιτῶν Aesch. — внемлющий молитвам;
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εποπτήρ — ἐποπτήρ, ὁ (Α) αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ. β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)] … Dictionary of Greek
ἐποπτῆρας — ἐποπτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτῆρες — ἐποπτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)